- ουρανόχρωμος
- -η, -οαυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανόχρους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + χρώμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρινος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 770 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ινναχωρίου. * * * και ἀγέρινος, η, ο (Α ἀέρινος, ίνη, ον) [ἀήρ] 1. ο όμοιος με αέρα κατά τη σύσταση, αερώδης 2. ο όμοιος με τον… … Dictionary of Greek
αερικός — και αγερικός και αρικός, ή, ό (ΑΜ ἀερικός, η, ον) νεοελλ. 1. αυτός που βρίσκεται στον αέρα, που τόν έχει πάρει ο αέρας 2. αυτός που έχει εκτεθεί στον αέρα για να αεριστεί 3. ευάερος, δροσερός 4. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, αερόχρωμος,… … Dictionary of Greek
αεροειδής — ές (Α ἀεροειδής, ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο ἠεροειδής) ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες τού αέρα αρχ. 1. εκείνος που έχει το χρώμα τού αέρα ή τού ουρανού, αερόχρωμος, ουρανόχρωμος 2.… … Dictionary of Greek